Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

ΚΟΡΩΝΗ

...του μικρού μου τόπου που  κείται στην άκρη της «Πυλικής  χερσονήσου», όπου ο χρόνος νεκρός και η Κορώνη παρίσταται πλέουσα, αριστερά του εισπλέοντος, τον Μεσσηνιακό κόλπο, ηγεμόνα, μισθοφόρου ή πειρατή, ενώ δεξιά  δεσπόζουν τα γαλαζωπά βουνά της Μάνης και στο βάθος, μέσα στο σγουρό εφηβαίο του κόλπου, καμαρώνεται η Καλομμάτα  θηλάζουσα τα νερά του  σχεδόν ρέοντος,  χειμάρρου Νέδοντος. 

....Η πόλη Κορώνη, με την εκκλησιά της Παναγιάς της  «Ελεήστριας» στην « Άνω πόλη» να φέγγει, βάλσαμο  στη ψυχή των πιστών της, και η « Κάτω πόλη» με το λιμάνι της, που κάποτε, είχε τα περιβόητα στη Μεσόγειο « ναυπηγεία πλοιαρίων πειρατικών», που φτιάχνανε τα «προς καταδρομήν περιφερόμενα ένοπλα πλοία», των λαθρεμπόρων και πειρατών, τα « μύστικα, περάματα, και κλεφτρώναι ονομαζόμενα», που με αυτά οι Έλληνες πειρατές, από τα  αρχαία χρόνια αλωνίζανε τη Μεσόγειο, να βρούνε λεία, πλιάτσικα, και χρυσάφια να κλέψουνε…

ΚΟΡΩΝΕΙΑ, ΚΟΡΩΝΙΣ, ΚΟΡΩΝΗ

Η Κορώνη,  κειμένη επί  των  ερειπίων της  αρχαίας Ασίνης, όπου Δρύοπες, φυγάδες πειρατές, από την  αρχαία Αργολική πόλη Ασίνη, δομήσανε τη πόλη πάνω σε ερείπια άλλων πανάρχαιων  πόλεων με αρχηγό τον, εκ  Κορωνείας  Βοιωτό,  Επιμελίδη.
Λένε, πως ο Επιμελίδης έδωσε στη πόλη το όνομα Κορώνεια για να θυμάται τη γενέτειρά του, ενώ άλλοι πάλι λένε,  πως σκάβοντας τα θεμέλια της πόλης «επιτύχοιεν κορώνη χαλκή»,  δηλαδή βρήκε χάλκινο ανάγλυφο κουρούνας,  που κορώνη τη λέγανε τότε,  και από αυτό το πουλί πήρε το όνομά της η πόλη,  και  άλλοι λένε πως Κορωνίς λεγόταν η μητέρα του Ασκληπιού και από αυτή πήρε το όνομα της η πόλη.
Ο Παυσανίας, γράφει ότι : «Η Κορώνη είναι πόλη στα δεξιά του Παμίσου, παραθαλάσσια και κάτω από το βουνό Μαθία… Το παλιό της πόλης όνομα ήταν Αίπεια. Όταν  όμως οι Θηβαίοι επανέφεραν στην Πελοπόννησο τους Μεσσηνίους, λένε πως ο Επιμελίδης που είχε σταλεί ως οικιστής την ονόμασε Κορώνεια, γιατί ο ίδιος καταγόταν από τη βοιωτική Κορώνεια, αλλά οι οι Μεσσήνιοι όλο στραβά προφέρανε τ’ όνομα και με τον καιρό επικράτησε η λαθεμένη ονομασία. Υπάρχει όμως και μια άλλη παράδοση, που λέει πως σκάβοντας για τα θεμέλια του τείχους βρήκαν μια κορώνη  (κουρούνα) χαλκή. Για τους θεούς υπάρχουν εδώ οι ναοί της Αρτέμιδος που ονομάζεται παιδοτρόφος, του Διόνυσου και του Ασκληπιού. Στην αγορά υπάρχουν μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και του Διόνυσου και χάλκινο άγαλμα του Διός Σωτήρα. Χάλκινο είναι και το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη, στημένο έξω στην ύπαιθρο και κρατά στο χέρι της κορώνη. Είδα και το τάφο του Επιμελίδη. Για ποιο λόγο το λιμάνι το ονομάζουν «των αχαιών» δεν ξέρω».
Είναι μια πόλη μικρή, χαμένη στο χρόνο, όλο σχήματα που χάραξαν πάνω της βάρβαροι, βυζαντινοί, Φράγκοι, Ισπανοί μακελάρηδες, Τούρκοι, κουρσάροι, πειρατές και άλλοι. Κλεισμένη, μέχρι τα χθες, στο περιβόητο κάστρο της, που τάφος  κρυφός και απρόσμενος έγινε κάποτε των ηγεμόνων  του  Βραουνβάϊγ  και Σαβοΐας και κείνου του περίεργου στρατηγού  Λετούρ, και πατρίδα  του Αγίου Θεοδώρου[1] του ευκλεούς  που το 1530, όταν η Ισπανία τον τίμησε με το τίτλο του κόμη, δώρισε σ’ αυτόν  το τόπο όλο, από Κορώνη μέχρι Μελιγαλά και πέρα, που δεν της ανήκε.
Η πόλη Κορώνη, με την εκκλησιά της Παναγιάς της  «Ελεήστριας» στην             «Άνω πόλη» να φέγγει, βάλσαμο  στη ψυχή των πιστών της. Και η «Κάτω πόλη» με το λιμάνι της, που κάποτε είχε τα περιβόητα στη Μεσόγειο «ναυπηγεία πλοιαρίων πειρατικών», που φτιάχνανε τα «προς καταδρομήν περιφερόμενα ένοπλα πλοία» των λαθρεμπόρων και πειρατών, τα «μύστικα, ή περάματα ή και κλεφτρώναι ονομαζόμενα», που με αυτά οι Έλληνες πειρατές, από τα  αρχαία χρόνια, αλώνιζαν τη Μεσόγειο, να βρούνε λεία, πλιάτσικα και χρυσάφια να κλέψουνε, τραγουδώντας  την ώρα της μοιρασιάς :
« Για χορεύτε, κορασίδες,
και πηδάτε, παλληκάρια
ώστε να βγει το φεγγάρι,
τα λεβέτια ‘ς το κεφάλι
το παιδί ‘ς την αμασκάλη
{κι’ απ’ εδώ παήσαν κι’ άλλοι»

Άλλοτε πάλι κάτι φωνακλάδες μαντατοφόροι γυρνάγανε στα χωριά προειδοποιώντας ότι :
«Πειρατές
Αλγερίνοι Μπαρμπερίνοι
Θα κουρσέψουν τον Αγρίλη
Φυλαχτείτε χριστιανοί!»

Σε αυτά τα ίδια καρνάγια, της  «Κάτω πόλης», ναυπηγούσαν, μέχρι τα πρώτα της Επανάστασης  χρόνια, τα μύστικα στη ναυπήγηση σκαριά των ελληνικών πειρατικών πλοίων, και όταν το 1825 με νόμο  η «Ελληνική Πολιτεία» απαγόρευσε τη ναυπήγησή τους, εκεί πάλι, συνέχισαν οι Κορωναίοι να σκαρώνουνε άλλα  πλοία, καλά για ψάρεμα και ταξίδια.  
Μπερδεύτηκαν όμως μετά, η  Άνω και Κάτω πόλη, δεν ξεχωρίζεις, και ο τόπος ξέμεινε ίδιος, όλο  λάδια, ελιές, γλυκόριζα, αμύγδαλα, και μαύρη σταφίδα, με υδρόμυλους κάποτε πολλούς, εργαστήρια κεραμικής, σαπουνάδικα, πολλά περάσματα κουρσάρων και κρυψώνες πειρατών με «καστροπολεμίτες» γεμάτη stradiott και «πολεμικούς», και  πολίτες που γέννησε η Επανάσταση και η «Ελληνική Πολιτεία».




[1] Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Άγιο Θεόδωρο τον Ασκητή, τον καταγόμενο εκ Κορώνης, ο οποίος έζησε τον 10ο αιώνα και ασκήτευσε στα Κύθηρα που τότε είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους λόγω των συνεχών πειρατικών επιδρομών. Η μνήμη του τιμάται στα Κύθηρα στις 12 Μαΐου και γίνεται εκεί πανηγύρι. 



Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

" ΑΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΣ ",


Η φωτογραφία είναι του έτους 1966-1967, δημοσιεύτηκε στο ετήσιο Περιοδικό Δημοσίευμα του   ιστοριοδίφη Μίμη  Φερέτου,  " Μεσσηνιακά " 1968, εκδόσεις ' Αριστομένης.  


Σχετικά με τη προέλευση του ονόματος του χωριού  Ο Φερέτος σημειώνει : " Δύο εκδοχές υπάρχουν για τη προέλευση της ονομασίας του χωριού. Κατά τη πρώτη όταν οι Φράγκοι αντίκρισαν για πρώτη φορά το βάλτο της περιοχής, κατάσπαρτο από πολύχρωμα άνθη, φώναξαν " Φλάουερ, φλάουερ", και η ξένη λέξη παίρνοντας ελληνική κατάληξη επικράτησε. κατα τη δεύτερη εκδοχή, το χωριό ιδρύθηκε το 16ο αιώνα, και στην αρχή απετελείτο από δύο οικισμούς, που στα 1770 συμπτύχθήκανε σε έναν, δημιουργώντας το χωριό. Πήρε την ονομασία του από ένα πλησιόχωρο ξωκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη των αδελφών Αγίων Φλώρου και Λαύρου, λιθοξόων,καταγομένων από τις Κυκλάδες". 
Ο « Άγιος Φλώρος»,  καταστράφηκε  ολοκληρωτικά, από τους Γερμανούς,  το Φεβρουάριο του 1944, σε αντίποινα για την επίθεση που δέχθηκε γερμανική στρατιωτική φάλαγγα.

Ο Μίμης Φερέτος γράφει ότι σε απόσταση  μισής ώρας ΒΑ του χωριού στη Δ πλευρά του βουνού  « Αλεξομάντρι» βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον από γεωλογικής, αρχαιολογικής και τουριστικής απόψεως σπήλαιο, γνωστό σαν η « Σπηλιά του Γιαννήρακα», που εξερευνήθηκε πρόχειρα το 1958 από το ίδιο και μερικούς κατοίκους της περιοχής. 
« Έχει είσοδο ύψους 1,20 μ και πλάτους 2,50 μ. Η πρώτη αίθουσα έχει βάθος 15 μ. πλάτος 6 μ  και ύψος 2,50. Ένα πλήθος από σταλακτίτες και σταλαγμίτες της προσδίδουν φαντασμαγορική όψη. Τρείς διακλαδώσεις οδηγούν σε μικρότερες αίθουσες με θολωτή οροφή, στολισμένες όμοια με αναρίθμητους σταλακτίτες και σταλαγμίτες.  Η πρώτη δεξιά της εισόδου διακλάδωση οδηγεί ανάμεσα από δύο ωραιότατους στύλους σε μία αίθουσα διαστάσεων 3/3 με μικρά πλάγια διαμερίσματα και «γαλαρία» που οδηγεί σε μεγάλο βάθος. Στη μικρή αίθουσα βρέθηκαν πολλά οστά ανθρώπων και ζώων καθώς και αρκετά θραύσματα εγχρώμων αγγείων διαφόρων εποχών, που μαρτυρούν ότι το σπήλαιο εξυπηρετούσε λατρευτικούς σκοπούς κατά το μακρινό παρελθόν. Σύμφωνα με τη προφορική παράδοση το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε στη Τουρκοκρατία και στη Γερμανική κατοχή, ως καταφύγιο και μάλιστα υπήρχε στη πρώτη αίθουσα εκκλησάκι.


Ο Φερέτος επίσης γράφει ότι :  
« Στη βορεινή πλευρά του χωριού, υπάρχουν δύο  μικρές σ’ επιφάνεια, αλλά βαθιές λίμνες, σκεπασμένες με νούφαρα και άλλα υδροχαρή φυτά. Λέγονται ‘ « Μάτια» και σ’ αυτές προσορμίζονταν κατά τους αρχαίους χρόνους τα πλοία, που έφταναν ως εδώ, αναπλέοντας τον Πάμισο. Κοντά στα « Μάτια» σώζονται ερείπια αρχαίου ιερού του Ασκληπιού και λείψανα από διάφορα οικοδομήματα, που διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέσα στα βαλτόνερα. Στο σημείο αυτό διενήργησε ανασκαφικές έρευνες ο Σουηδός Μεσσηνιολόγος Νάταν Βαλμίν, το Σεπτέμβριο του 1933. Απεκάλυψε το ερείπιο του ιερού, μια μαρμάρινη στήλη με την επιγραφή « Ασκλαπιόδωρος  Παμείσω» και άλλη που αναγράφει « Δέξιππος ευχήν επηκόω Παμείσω.
 Επίσης έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα, όπως κούρους, αρκετά ορειχάλκινα αγαλμάτια, παριστάνοντα μικρά παιδιά με παραμορφωμένα μέλη… Τα παραπάνω αρχαιολογικά ευρήματα έχουν κατατεθεί στο Μουσείο Βασιλικού Μεσσηνίας και στο Εθνικό Μουσείο Αθηνών. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής φανερώνουν ότι σ’ αυτή τη θέση υπήρχε, κατά τους αρχαίους χρόνους θεραπευτήριο μικρών παιδιών. Natan Valmin, The Swedish Messenia Expedition, Lonton, 1938»

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΑΜΦΕΙΑ

Δημοσιεύτηκε στο ετήσιο Περιοδικό Δημοσίευμα του   ιστοριοδίφη Μίμη  Φερέτου,    " Μεσσηνιακά" 1968, εκδόσεις ' Αριστομένης.